καλύπτω
41επινικελώνω — καλύπτω μεταλλική επιφάνεια με στρώμα νικελίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νικελ ώνω (< νίκελ*)] …
42επισανιδώνω — καλύπτω με σανίδες, στρώνω σανίδες πάνω σε κάτι, πατώνω …
43επιχαλκώνω — καλύπτω, επενδύω με στρώμα χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. επιχαλκόω, ώ μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …
44επορειχαλκώνω — καλύπτω την επιφάνεια αντικειμένου με ορείχαλκο …
45κατασκονίζω — καλύπτω, γεμίζω κάτι ή κάποιον με σκόνη …
46μαυροσκεπάζω — καλύπτω με σκοτάδι, σκοτεινιάζω …
47καλυβεῖς — καλύπτω oc culo aor subj pass 2nd sg (epic) καλυβεύς cottager masc acc pl καλυβεύς cottager masc nom/voc pl (parad form) …
48καλυπτομέναις — καλύπτω oc culo pres part mp fem dat pl …
49καλυπτομένη — καλύπτω oc culo pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
50καλυπτομένην — καλύπτω oc culo pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …