καλό-θριξ

  • 1ομοιόθριξ — ὁμοιόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει όμοιες τρίχες με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλό θριξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 2ομόθριξ — ὁμόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει όμοιες τρίχες με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλό θριξ)] …

    Dictionary of Greek