καλυπτηρίζω
1καλυπτηρίζω — (Α) [καλυπτήρ] επιγρ. σκεπάζω, στεγάζω με κεραμίδια …
2καλυπτηριάζω — (Α) γλώσσα αντί τού καλυπτηρίζω* …
1καλυπτηρίζω — (Α) [καλυπτήρ] επιγρ. σκεπάζω, στεγάζω με κεραμίδια …
2καλυπτηριάζω — (Α) γλώσσα αντί τού καλυπτηρίζω* …