καλυβ

  • 1μολύβα — μολύβα, ἡ (Μ) μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβιον + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ ιον: καλύβ α] …

    Dictionary of Greek

  • 2κουτάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Τα Κ. βρίσκονται Β της Καλαμάτας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας. * * * η 1. μεγάλο κουτάλι 2. κοινή ονομασία τής ωμοπλάτης που συνδέει το χέρι… …

    Dictionary of Greek

  • 3κουτσούρα — η χοντρό καυσόξυλο, κούτσουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούτσουρο + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α, κουτάλ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 4κούτα — η μεγάλο κουτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α, κουτάλ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 5ντουλάπα — και ντολάπα, η 1. ειδικό έπιπλο, συνήθως ξύλινο, με σχήμα ορθογώνιο, που χρησιμεύει για να φυλάγονται ρούχα, ιματιοθήκη 2. μτφ. πολύ χοντρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντουλάπι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 6τσαρδάκα — η, Ν το τσαρδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαρδάκι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 7τσούνα — η, Ν πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουνί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α)] …

    Dictionary of Greek