καλοδιδάσκαλος
1καλοδιδάσκαλος — καλοδιδάσκαλος, ὁ (Α) αυτός που διδάσκει την αρετή …
2καλοδιδασκάλους — καλοδιδάσκαλος teacher of virtue masc acc pl …
3καλοδιδάσκαλοι — καλοδιδάσκαλος teacher of virtue masc nom/voc pl …
4доброучительный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (καλοδιδάσκαλος) хорошо поучающий, способный учить других …
5δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …
6καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …
7ԲԱՐԵԽՐԱՏ — (ի, ից, կամ ուց.) NBH 1 448 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c, 11c ա. καλοδιδάσκαλος honesta docens, monens Որ տայ զբարի խրատ կամ զխորհուրդ. *Մի՛ բանսարկուս, մի՛ դինեմոլս, այլ՝ բարեխրատս, զի զգաստացուցանիցեն… …