καλλ-ωπίζω
1ιλλωπίζω — ἰλλωπίζω (Α) ιλλίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός «αλλήθωρος» + ωπίζω (< ωψ < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. καλλ ωπίζω, μυ ωπίζω] …
2ευκαλλώπιστος — εὐκαλλώπιστος, ον (Α) ωραία καλλωπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καλλ ώπιστος (< καλλ ωπίζω), πρβλ. α καλλ ώπιστος] …
3καλλωπίζω — (AM καλλωπίζω) 1. κάνω ωραίο το πρόσωπο κάποιου ή δίνω ωραία όψη στην εξωτερική εμφάνιση, ομορφαίνω («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῑκα», Πλούτ.) 2. μέσ. καλλωπίζομαι κάνω τον εαυτό μου ωραίο («όλη μέρα κάθεται και… …