καλλύσματα
1καλλύσματα — κάλλυσμα sweeping neut nom/voc/acc pl …
2σάρμα — (I) ατος, τὸ, Α [σαίρω (Ι)] χάσμα, ρωγμή στη γη. (II) ατος, τὸ, ΑΜ [σαίρω (ΙΙ)] σκουπίδι 2. (κατά τον Ησύχ.) «σάρματα καλλύσματα καὶ κόπρια παρὰ Ῥίνθωνι» …
1καλλύσματα — κάλλυσμα sweeping neut nom/voc/acc pl …
2σάρμα — (I) ατος, τὸ, Α [σαίρω (Ι)] χάσμα, ρωγμή στη γη. (II) ατος, τὸ, ΑΜ [σαίρω (ΙΙ)] σκουπίδι 2. (κατά τον Ησύχ.) «σάρματα καλλύσματα καὶ κόπρια παρὰ Ῥίνθωνι» …