καλλί-ζωνος
1λυσίζωνος — λυσίζωνος, ον (Α) 1. αυτός που λύνει τη ζώνη 2. (για νύφη) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την παρθενική ζώνη στην Άρτεμι 3. (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την πανοπλία, άοπλος 4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λυσίζωνος α) επίκληση τής Αρτέμιδος …
2μονόζωνος — μονόζωνος, ον (ΑΜ) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που φορά μία μόνο ζώνη 2. (για στρατιώτη) αυτός που είναι ελαφρά οπλισμένος αρχ. 1. αυτός που ταξιδεύει μόνος του 2. ακροβολιστής 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».… …
3μελάνζωνος — μελάνζωνος, ον (Μ) αυτός που φορά μαύρη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζώνη (πρβλ. βαθύ ζωνος, καλλί ζωνος)] …
4πορφυρόζωνος — ον, Α αυτός που έχει πορφυρή ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. λ. καλλί ζωνος] …
5υψίζωνος — ον, Α αυτός που είναι ψηλά ζωσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. καλλί ζωνος] …
6μεγαλόζωνος — μεγαλόζωνος, ον (Α) αυτός που φορά μεγάλη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ζώνη (πρβλ. καλλί ζωνος)] …
7ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …