καλλίστευμα
1καλλίστευμα — καλλίστευμα, τὸ (Α) [καλλιστεύω] 1. το προτέρημα τής ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος 2. το βραβείο τής ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.) 3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» το δεύτερο βραβείο… …
2καλλιστευμάτων — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut gen pl …
3καλλιστεύματα — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut nom/voc/acc pl …
4καλλιστεύματι — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut dat sg …