καλλύν-ω

  • 1ιλαρυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ιλαρότητα, χαροποιός, χαρμόσυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρύνω + κατάλ. τικος (πρβλ. καλλυν τικός, μεγεθυν τικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek