καλλι-γένεθλος

  • 1καρπογένεθλος — καρπογένεθλος, ον (Α) καρπογόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + γένεθλος (< γενέθλη, γένεθλον < γίγνομαι), πρβλ. καλλι γένεθλος, υψι γένεθλος] …

    Dictionary of Greek

  • 2παντογένεθλος — ον, Α 1. ο πατέρας όλων («παντογένεθλος Ζεύς», Ορφ.) 2. ο παντός είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + γένεθλος (< γενέθλη), πρβλ. καλλι γένεθλος] …

    Dictionary of Greek

  • 3ρυσιγένεθλος — ον, Μ αυτός που διαφυλάσσει το γένος, τους απογόνους του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. καλλι γένεθλος] …

    Dictionary of Greek