καλλαβίς
1καλλαβίς — καλλαβίς, ἡ (Α) είδος ασελγούς ορχήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προήλθε είτε από *κάλλαβος είτε, κατ άλλους, από *καταλαβίς] …
2Καλλαβίς — a wanton dance fem nom sg …
3Καλλαβίδας — Καλλαβίς a wanton dance fem acc pl …
4Καλλαβίδες — Καλλαβίς a wanton dance fem nom/voc pl …
5Καλλαβίδων — Καλλαβίς a wanton dance fem gen pl …
6καλλαβίδια — καλλαβίδια, τὰ (Α) [καλλαβίς] εορτή κατά την οποία γινόταν η όρχηση καλλαβίς* …
7Καλαβίς — Καλαβίς, ἡ (Α) βλ. Καλλαβίς …
8καλλαβούμαι — καλλαβοῡμαι, όομαι (Α) [καλλαβίς] χορεύω την καλλαβίδα …