καλλί-κοκκος

  • 1καναβόκοκκος — και κανναβόκοκκος / καναβόκοκκος και κανναβόκοκκος, ἡ (Α) σπόρος κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις + κοκκος (< κόκκος), πρβλ. καλλί κοκκος, σταφυλόκοκκος] …

    Dictionary of Greek

  • 2λινόκοκκος — λινόκοκκος, ὁ (Μ) λινόσπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κόκκος (πρβλ. καλλί κοκκος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3πολύκοκκος — ον, Μ (για καρπό) αυτός που έχει πολλούς κόκκους («πολυθάλαμος και πολύκοκκος ὁ τῆς ῥοιᾶς καρπός», Φίλ. Καρπασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόκκος (πρβλ. καλλί κοκκος)] …

    Dictionary of Greek

  • 4χρυσόκοκκος — ον, Μ αυτός που έχει χρυσούς κόκκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κόκκος (πρβλ. καλλί κοκκος)] …

    Dictionary of Greek