καλλίτριχας ἵππους

  • 1ιμάσσω — ἱμάσσω (Α) [ιμάς] 1. μαστιγώνω, χτυπώ με μαστίγιο τα άλογα («ἵμασσεν καλλίτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ δυνατά («ἵμασε χθόνα χειρί») 3. (για τον Δία) χτυπώ με κεραυνούς («ὅτε... γαῑαν ἱμάσσῃ», Ομ, Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 2καλλίθριξ — καλλίθριξ, τριχος (Α) 1. αυτός που έχει ωραία μαλλιά, ωραίο τρίχωμα («καλλίτριχα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που έχει ωραία χαίτη («καλλίτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. ως ουσ. το ποώδες φυτό ασπλήνιο το τριχομανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θριξ (<… …

    Dictionary of Greek

  • 3προτέρωσε — Α επίρρ. προς τα εμπρός («εὖτ ἄν... Σελήνη... ἐσσυμένως προτέρωσ ἐλάσῇ καλλίτριχας ἵππους», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. ἑτέρω σε). Το ω τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους, προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων… …

    Dictionary of Greek