καλλίβοτρυς

  • 1καλλίβοτρυς — καλλίβοτρυς, υ (AM) (για κλήμα) αυτό που έχει ωραία τσαμπιά σταφύλια αρχ. (για φυτά) εκείνο που έχει πυκνά, φουντωτά άνθη, πολλές κεφαλές ανθέων από μια ρίζα («καλλίβοτρυς νάρκισσος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βότρυς] …

    Dictionary of Greek

  • 2καλλίβοτρυς — beautiful clustering masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …

    Dictionary of Greek

  • 4βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… …

    Dictionary of Greek