καλινδήθρα
1καλινδήθρα — καλινδήθρᾱ , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem nom/voc/acc dual καλινδήθρᾱ , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2καλινδήθρα — και ἀλινδήθρα, ἡ (Α) τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλινδοῦμαι + κατάλ. θρα (πρβλ. κοιμή θρα, κυλινδή θρα)] …
3καλινδήθρας — καλινδήθρᾱς , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem acc pl καλινδήθρᾱς , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem gen sg (attic doric aeolic) …
4καλινδήθραν — καλινδήθρᾱν , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem acc sg (attic doric aeolic) …
5καλινδήθραις — καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem dat pl …
6-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …
7καλινδούμαι — καλινδοῡμαι, έομαι (Α) 1. κυλίομαι, περιστρέφομαι, κυλιέμαι 2. ασχολούμαι διαρκώς με κάτι, περνώ τον καιρό μου κάπου, περνώ τις ώρες μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται προφανώς για προϊόν συμφυρμού τών ρ. ἀλινδοῦμαι και κυλινδοῦμαι. Η λ. εμφανίζει δύο… …