καλιάς
1καλιάς — καλιάς, ἡ (Α) 1. μικρή καλύβα 2. βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καλιός*] …
2καλιάς — καλιά̱ς , καλιά wooden dwelling fem acc pl (ionic) καλιάς hut fem nom sg …
3καλιᾶς — καλιά wooden dwelling fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …
4καλιάδα — καλιάς hut fem acc sg …
5καλιάδας — καλιάς hut fem acc pl …
6καλιάδι — καλιάς hut fem dat sg …
7καλιάσιν — καλιάς hut fem dat pl …
8καλεϊάς — καλεϊάς, ἡ (Α) (αντί καλιάς) φωλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού καλιάς] …
9SEPTERIUM — una ex 3. sollennitatibus nonô quôque annô Delphis olim celebrari solitis: quarum mentio apud Plut. Quaestion. Graec. Erat autem Σεπτήριον μίμημα τῆς πρὸς τὸν πύθωνα τȏυ θεοῦ μάχης, καὶ τῆς μετα τὴν μάχυς̔ν ἐπὶ τὰ τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξες.… …
10Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …
- 1
- 2