καλεσσί-χορος

  • 1καλεσσίχορος — καλεσσίχορος, ον (Α) (επικ. τ.) αυτός που προκαλεί τον χορό ή που καλεί στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλεσσι < αόρ. καλέσ(σ)αι τού ρ. καλῶ + χορός] …

    Dictionary of Greek