καλαμών
1καλαμών — reed bed masc nom/voc sg …
2Καλάμων, ζωγράφος των- — Συμβατικό όνομα που δόθηκε στον άγνωστο καλλιτέχνη που εικονογράφησε μία λευκή αττική λήκυθο του 5ου αι. π.Χ. η οποία φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η καθαρότητα και η ακρίβεια του σχήματος, η λιτή ευγένεια και η εκφραστική… …
3Καλαμῶν — Καλάμαι fem gen pl …
4καλαμῶν — καλάμη stalk fem gen pl καλαμόω bind pres part act masc voc sg (doric aeolic) καλαμόω bind pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καλαμόω bind pres part act masc nom sg καλαμόω bind pres inf act (doric) …
5καλάμων — κάλαμος reed masc gen pl καλαμόω bind imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καλαμόω bind imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
6καλαμῶνα — καλαμών reed bed masc acc sg …
7καλαμῶνας — καλαμών reed bed masc acc pl …
8καλαμῶνες — καλαμών reed bed masc nom/voc pl …
9καλαμῶνι — καλαμών reed bed masc dat sg …
10καλαμῶνος — καλαμών reed bed masc gen sg …