καλαμόεις

  • 1καλαμόεις — καλαμόεις, εσσα, εν (Α) καλάμινος, κατασκευασμένος από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κατάλ. (ό)εις (πρβλ. λοφ όεις, ουραν όεις)] …

    Dictionary of Greek

  • 2καλαμοεσσᾶν — καλαμόεις of reed fem gen pl (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …

    Dictionary of Greek

  • 4κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …

    Dictionary of Greek