καλαμίσκος
1καλαμίσκος — branch of a candlestick masc nom sg …
2καλαμίσκος — ό (AM καλαμίσκος) (υποκορ. τού κάλαμος*) λεπτό καλάμι που χρησιμεύει ως σωλήνας μσν. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση τών μαλλιών και είδος κοσμήματος, καρφοβελόνας, για τα μαλλιά αρχ. βραχίονας ή κλάδος λυχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος… …
3καλαμίσκοι — καλαμίσκος branch of a candlestick masc nom/voc pl …
4καλαμίσκοις — καλαμίσκος branch of a candlestick masc dat pl …
5καλαμίσκον — καλαμίσκος branch of a candlestick masc acc sg …
6καλαμίσκου — καλαμίσκος branch of a candlestick masc gen sg …
7καλαμίσκους — καλαμίσκος branch of a candlestick masc acc pl …
8καλαμίσκων — καλαμίσκος branch of a candlestick masc gen pl …
9καλαμίσκῳ — καλαμίσκος branch of a candlestick masc dat sg …
10κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …