καλαμίνθιος
1καλαμίνθιος — καλαμίνθιος, ὁ (Α) [καλαμίνθη] κωμική προσωνυμία ενός είδους βατράχου …
2Καλαμίνθιος — masc nom sg …
3Καλαμίνθιον — Καλαμίνθιος masc acc sg …
1καλαμίνθιος — καλαμίνθιος, ὁ (Α) [καλαμίνθη] κωμική προσωνυμία ενός είδους βατράχου …
2Καλαμίνθιος — masc nom sg …
3Καλαμίνθιον — Καλαμίνθιος masc acc sg …