καλαμίνθη
1καλαμίνθη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2καλαμίνθῃ — καλαμίνθη fem dat sg (attic epic ionic) …
3καλαμίνθη — (calamintha). Θαμνώδες φυτό, εύοσμο, με άνθη ρόδινα ή ερυθρά, το οποίο φύεται σε περιοχές ακαλλιέργητες. Είναι ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες και στην ξηρασία. Ανθεί στα τέλη του καλοκαιριού. Περιλαμβάνει πολλά είδη, ορισμένα από τα οποία… …
4καλαμίνθαις — καλαμίνθη fem dat pl …
5καλαμίνθην — καλαμίνθη fem acc sg (attic epic ionic) …
6καλαμίνθης — καλαμίνθη fem gen sg (attic epic ionic) …
7καλάμινθος — ο (Α καλάμινθος) η καλαμίνθη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. καλαμίνθη] …
8καλαμίνθα — καλαμίνθᾱ , καλαμίνθη fem nom/voc/acc dual καλαμίνθᾱ , καλαμίνθη fem nom/voc sg (doric aeolic) …
9calaminta — ► sustantivo femenino BOTÁNICA Planta herbácea medicinal de flores con corola azulada y tubo recto. (Calamintha.) TAMBIÉN calamento * * * calaminta (del lat. «calaminthe», del gr. «kalamínthē») f. *Calamento (planta leguminosa). * * * calaminta.… …
10έρπυλλος — ο (Α ἕρπυλλος, ὁ και ποιητ. ἕρπυλλος, ἡ) [έρπω] 1. ευώδης θάμνος τής οικογένειας τών χειλανθών, αλλ. θύμος ο έρπυλλος 2. φρ. «ερπύλλου έλαιον» άχρωμο ή ελαφρώς κιτρινωπό υγρό, αρωματικό και καμφορούχο που προέρχεται από τον θύμο τον έρπυλλο αρχ.… …