Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καλαμοσάκχαρο

См. также в других словарях:

  • καλαμοσάκχαρο — και καλαμοζάχαρο, το (χημ) η ζάχαρη που προέρχεται από ζαχαροκάλαμο …   Dictionary of Greek

  • γλυκοπατάτα — Φυτό με την επιστημονική ονομασία ιπομοία (ipomoea).Ανήκει στην οικογένεια των κομβολβουλιδών. Το φυτό αυτό είναι πιθανόν αμερικανικής καταγωγής και καλλιεργείται σε πολλές θερμές περιοχές για τους χονδρούς, μακρόστενους και εδώδιμους κονδύλους… …   Dictionary of Greek

  • δεξτράνη — Πολυσακχαρίτης, πολυμερής της γλυκόζης, που σχηματίζεται από μικροοργανισμούς του γένους leuconostocmesenteroides, όταν επιδράσουν στο καλαμοσάκχαρο. Έχει μεγάλο μοριακό βάρος (μπορεί να φτάσει τα 10 εκατ.), μοριακό τύπο (C6H10O5)n και, όταν… …   Dictionary of Greek

  • δισακχαρίτες — Οργανικές ενώσεις που ανήκουν στην τάξη των σακχάρων. Οι δ. περιέχονται στις ρίζες, στα στελέχη και στους σπόρους πολλών φυτών, σε ποσότητα που κυμαίνεται· ζωικής προέλευσης είναι η γαλακτόζη, που περιέχεται στο γάλα των θηλαστικών. Οι δ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • κινητική, χημική — Κλάδος της χημείας που μελετά την ταχύτητα των χημικών αντιδράσεων και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Για τη μελέτη των χημικών αντιδράσεων, με βάση την κινητική θεωρία, θεωρείται ότι όλες λαμβάνουν χώρα μόνο προς μία φορά (μη αντιστρεπτές) …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»