καλαμος
1κάλαμος — reed masc nom sg …
2κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …
3Κάλαμος — Sp Kãlamas Ap Κάλαμος/Kalamos L s. ir g tė Jonijos j. ir mst. Atikoje, Graikija …
4καλάμω — κάλαμος reed masc nom/voc/acc dual κάλαμος reed masc gen sg (doric aeolic) καλαμόω bind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καλαμόω bind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
5καλάμοιο — κάλαμος reed masc gen sg (epic) …
6καλάμοις — κάλαμος reed masc dat pl …
7καλάμοισι — κάλαμος reed masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8καλάμοισιν — κάλαμος reed masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9καλάμου — κάλαμος reed masc gen sg καλαμόω bind pres imperat act 2nd sg καλαμόω bind imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
10καλάμους — κάλαμος reed masc acc pl καλαμόω bind imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …