καλαμος

  • 31καλαμίσκος — ό (AM καλαμίσκος) (υποκορ. τού κάλαμος*) λεπτό καλάμι που χρησιμεύει ως σωλήνας μσν. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση τών μαλλιών και είδος κοσμήματος, καρφοβελόνας, για τα μαλλιά αρχ. βραχίονας ή κλάδος λυχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος… …

    Dictionary of Greek

  • 32ναστός — ή, ὁ (ΑΜ ναστός, ή, όν) [νάσσω] 1. αυτός που έγινε με ισχυρή συμπίεση, πυκνά συμπιεσμένος, σφιχτός, πατικωμένος 2. αυτός που αποτελείται από την ίδια ύλη, από συμπιεσμένη μάζα, συμπαγής, στερεός, ο χωρίς κενό (μσν. αρχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ναστόν …

    Dictionary of Greek

  • 33παχυκάλαμος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Άρτας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.). * * * ον, Α (για φυτά) αυτός που έχει παχύ, χοντρό καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + κάλαμος (πρβλ. λεπτο κάλαμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 34πολυκάλαμος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά καλάμια 2. αυτός που αποτελείται από πολλά καλάμια («τὴν τε πολυκάλαμον σύριγγα πρώτην ἐπινοῆσαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κάλαμος (πρβλ. ολιγο κάλαμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 35Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …

    Dictionary of Greek

  • 36Καλάμου, κοινότητα — Ονομασία δύο κοινοτήτων. 1. Κοινότητα (5.468 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Κάλαμος. 2. Κοινότητα (543… …

    Dictionary of Greek

  • 37k̂olǝmo-s, k̂olǝmā —     k̂olǝmo s, k̂olǝmā     English meaning: stalk; reed     Deutsche Übersetzung: “Halm, Rohr”     Material: Gk. κάλαμος, καλάμη “reed” (from κολ assimilated?); Lat. culmus “Halm”; O.H.G. halm, halam, O.N. halmr, O.E. healm “Halm”; O.Pruss. salme …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 38солома — укр. солома, блр. солома, др. русск. солома, цслав. слама, болг. слама, сербохорв. сла̏ма, словен. slama, чеш. slama, слвц. slama, польск. sɫоmа, в. луж., н. луж. sɫоmа. Праслав. *solma, родственно лтш. sal̃ms соломинка , др. прусск. salme солома …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 39трость — род. п. и, ж., диал. тресть тростник , арханг. (Подв.), укр. трость, род. п. трости, др. русск. тръсть, трьсть, ст. слав. тръсть κάλαμος (Супр.), трьсть, трьстьѥ (Еuсh. Sin.), болг. тръст (Младенов 641), сербохорв. тр̑ст, словен. tȓst, род. п.… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 40Shawm — Classification Double reed Related instruments Sorna Rhaita Suona Sopil …

    Wikipedia