καλαμος

  • 21καλαμίνθη — (calamintha). Θαμνώδες φυτό, εύοσμο, με άνθη ρόδινα ή ερυθρά, το οποίο φύεται σε περιοχές ακαλλιέργητες. Είναι ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες και στην ξηρασία. Ανθεί στα τέλη του καλοκαιριού. Περιλαμβάνει πολλά είδη, ορισμένα από τα οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 22λεπτοκάλαμος — λεπτοκάλαμος, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεπτοκάλαμον λεπτή και ψηλή κολόνα αρχ. αυτός που έχει λεπτά καλάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κάλαμος (< καλάμι), πρβλ. μονο κάλαμος, παχυ κάλαμος] …

    Dictionary of Greek

  • 23Kalamos (Attika) — Stadtgemeinde Kalamos (2006–10) Δήμος Καλάμου (Κάλαμος Αττικής) …

    Deutsch Wikipedia

  • 24Kalamos —  Pour l’article homophone, voir Calamos. Calamos Κάλαμος (el) …

    Wikipédia en Français

  • 25трость — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. κάλαμος) тростинка, палочка, камыш; палка, батог;… …

    Словарь церковнославянского языка

  • 26Kalamos — Isla de Kalamos Κάλαμος Atardecer en la isla Localización País …

    Wikipedia Español

  • 27καλάμειος — καλάμειος, εία, ον (Α) [κάλαμος] το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμεία 1. κάλαμος, καλαμιά 2. φρ. «καλαμεία [γη]» γη γεμάτη καλάμια, καλαμιώνας …

    Dictionary of Greek

  • 28καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη …

    Dictionary of Greek

  • 29καλάμιον — καλάμιον, τὸ (Α) [κάλαμος] 1. (υποκορ. τού κάλαμος) μικρό καλάμι, καλαμάκι 2. εργαλείο για τη διακόσμηση τών μαλλιών 3. το πρόσθιο οστό τής κνήμης, αλλ. αντικνήμιον, αντικνήμι 4. σχίζα, απόσχισμα ξύλου, αγκίδα 5. (στο Βυζάντιο, κατά τον 4ο αιώνα) …

    Dictionary of Greek

  • 30καλαμίδα — η (Α καλαμίς) [κάλαμος] εργαλείο για τη σύλληψη πτηνών, ξόβεργα αρχ. 1. θήκη γραφικών καλάμων, γραφίδων, κονδυλοθήκη 2. γραφίδα, πένα 3. οδοντογλυφίδα 4. εργαλείο που τό χρησιμοποιούσαν πυρακτωμένο για κατσάρωμα τών μαλλιών 5. είδος καρφοβελόνας …

    Dictionary of Greek