καλαμος

  • 121καλαμίτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Λατρευόταν ως ήρωας στην αρχαία Αττική. Φαίνεται ότι ανήκε στον κύκλο της θεάς Δήμητρας και η λατρεία του συνδεόταν με την καλλιέργεια των δημητριακών. * * * ο (Α καλαμίτης) νεοελλ. 1. (παλαιοβοτ.) γένος φυτών που έχουν… …

    Dictionary of Greek

  • 122καλαμαυλητής — καλαμαυλητής, ὁ (Α) καλαμαύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + αὐλητής] …

    Dictionary of Greek

  • 123καλαμαύλης — καλαμαύλης, ὁ (Α) αυτός που έπαιζε τον καλάμινο αυλό, τον κάλαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. ιερ αύλης, χορ αύλης] …

    Dictionary of Greek

  • 124καλαμευτής — καλαμευτής, ὁ (Α) 1. θεριστής 2. ψαράς που ψαρεύει με καλαμίδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «θεριστής» η λ. προέρχεται από τον τ. καλάμη, ενώ με τη σημ. «ψαράς» από τη λ. κάλαμος] …

    Dictionary of Greek

  • 125καλαμεύς — καλαμεύς, ὁ (Α) [κάλαμος] ψαράς …

    Dictionary of Greek

  • 126καλαμηδόν — (AM) επίρρ. ιατρ. (για ένα είδος κατάγματος) σαν σπασμένο καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + επίρρ. κατάλ. ηδόν*] …

    Dictionary of Greek

  • 127καλαμηφάγος — καλαμηφάγος, ον (Α) αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι τού σταριού («δρέπανον καλαμηφάγον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλαμη χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + φάγος (< θ. φαγ πρβλ. αόρ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. κρεατο …

    Dictionary of Greek

  • 128καλαμηφόρος — και καλαμοφόρος, ον (Α) αυτός που κρατά κάλαμο ως σύμβολο στασιαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλάμη χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. ζωφόρος, τροπαιο φόρος] …

    Dictionary of Greek