καλαμος

  • 111ζευγίτης — ο, θηλ. ζευγίτισσα (AM ζευγίτης, θηλ. ζευγῑτις) γεωργός που διαθέτει ζευγάρι βοδιών για το όργωμα («...για να ξεζεύει στ όργωμα τα βόδια του ο ζευγίτης», Κρυστ.) νεοελλ. παροιμ. «ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχει ελπίδα να πλουτίσει» για φτωχούς που… …

    Dictionary of Greek

  • 112θρυοκάλαμος — θρυοκάλαμος, ὁ (Α) το βούρλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + κάλαμος] …

    Dictionary of Greek

  • 113ιόβας — Όνομα βασιλιάδων της Νουμιδίας και της Μαυριτανίας κατά την αρχαιότητα. 1. I. Α’ (; – 46 π.Χ.). Βασιλιάς της Νουμιδίας. Ήταν γιος του Ιεμψάλα. Πήρε μέρος στον πόλεμο ανάμεσα στον Καίσαρα και στους οπαδούς του Πομπήιου ως σύμμαχος των τελευταίων,… …

    Dictionary of Greek

  • 114καλάμαυλος — καλάμαυλος, ὁ (Α) καλαμαύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + αὐλός] …

    Dictionary of Greek

  • 115καλάμινος — η, ο και καλαμένιος, α, ο (AM καλάμινος, ίνη, ον) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.) αρχ. αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 116καλάμιστρος — καλάμιστρος, ὁ (Α) [κάλαμος] (γλώσσα) κάρφος*, καλάμη*, ράπη* …

    Dictionary of Greek

  • 117καλέμι — Ατσάλινο εργαλείο που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία για τη χάραξη των μετάλλων. Κ. ονομάζεται επίσης και ένα προϊστορικό εργαλείο από πυρίτη, αρκετά διαδεδομένο στην ανώτερη παλαιολιθική εποχή, το οποίο όμως εμφανιζόταν σποραδικά και στην… …

    Dictionary of Greek

  • 118καλαμάγρωστις — (Calamagrostis). Γένος ποωδών πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Περιλαμβάνει περίπου 200 είδη των εύκρατων περιοχών. Στην Ελλάδα τα πιο συνηθισμένα είδη είναι η κ. η επίγειος, γνωστότερη με την κοινή ονομασία αγριοκάλαμο, που… …

    Dictionary of Greek

  • 119καλαμία — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.186 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 7 χλμ. ΝΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλοθέης. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 30 κάτ.) του… …

    Dictionary of Greek

  • 120καλαμίζω — (Α καλαμίζω) [κάλαμος] νεοελλ. 1. ξετυλίγοντας το νήμα από την ανέμη τό περιτυλίγω στα καλάμια, δηλ. στα μασούρια, πηνίζω, μασουρίζω 2. μαζεύω τα καλάμια τών σταχιών αρχ. φυσώ τον κάλαμο, παίζω αυλό κατασκευασμένο από καλάμι …

    Dictionary of Greek