καλαμος

  • 101Ψαφίς — ίδος, ἡ, Α αττικός δήμος τής Αιαντίδος φυλής, που βρισκόταν μεταξύ Ωρωπού και Ραμνούντος, στην παραλιακή περιοχή όπου ο σημερινός Κάλαμος …

    Dictionary of Greek

  • 102άκαινα — ἄκαινα, η (AM) 1. μυτερό όργανο, βουκέντρα 2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια μσν. μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και… …

    Dictionary of Greek

  • 103άκορος — Φυτό ποώδες, πολυετές, φαρμακευτικό, της οικογένειας των αρωιδών (μονοκοτυλήδονα), ύψους 0,50 1 μ., με υπόγειο ρίζωμα, χοντρό, σαρκώδες και αρωματικό, και φύλλα επιμήκη και μυτερά. Το στέλεχος είναι όρθιο, σε τμήμα τριγωνικό και φέρει στα πλάγια …

    Dictionary of Greek

  • 104αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 105αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… …

    Dictionary of Greek

  • 106γεισίποδας — ο (Α γεισίπους και γεισήπους) το μέρος τής δοκού τής στέγης που προεξέχει από τον τοίχο για να στηρίξει το γείσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γείσον + πους. Ο τ. γεισήπους με ᾱ (ιων. αττ. η ) αντί ο , αν δεν οφείλεται σε αναλογικό σχηματισμό προς το αμαξήπους …

    Dictionary of Greek

  • 107γραφείο — το (AM γραφεῑον) [γραφεύς] δωμάτιο ή χώρος με επίπλωση και υλικά κατάλληλα για γραφή νεοελλ. 1. έπιπλο, πάνω στο οποίο γράφουμε 2. κατάστημα, ίδρυμα ή κτήριο στο οποίο διεκπεραιώνεται δημόσια υπηρεσία ή άλλη εργασία («στρατολογικό, δικηγορικό… …

    Dictionary of Greek

  • 108γραφικός — ή, ό (AM γραφικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραφή (α. «γραφική ύλη» υλικά για γράψιμο β. «γραφικός κάλαμος» καλάμι, πένα με την οποία έγραφαν) 2. φρ. «γραφικό σφάλμα», «γραφικὸν ἁμάρτημα» λάθος που έγινε κατά το γράψιμο ή κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 109εντεριώνη — Το εσωτερικό του βλαστού ή της ρίζας. Αποτελεί τον ιστό που περικλείεται από τον κεντρικό κύλινδρο (αγωγός ιστός) στον βλαστό και σπάνια στη ρίζα των κωνοφόρων και δικοτυλήδονων φυτών. Πρόκειται για παρεγχυματικό ιστό από πολυεδρικά κύτταρα μέσα… …

    Dictionary of Greek

  • 110ευγραφής — εὐγραφής, ές (Α) 1. ωραία ζωγραφισμένος («ἔργον τόδ εὐγραφές... ἀνέθεντο») 2. αυτός που γράφει καλά («εὐγραφὴς κάλαμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γραφής (< γραφή), πρβλ. αρτι γραφής] …

    Dictionary of Greek