καλαμητόμος
1καλαμητόμος — καλαμητόμος, ον (Α) αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι τού σταριού, θεριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη τόμος, υλο τόμος] …
2καλαμητόμον — καλαμητόμος cutting stalks masc/fem acc sg καλαμητόμος cutting stalks neut nom/voc/acc sg …
3-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …
4γεισίποδας — ο (Α γεισίπους και γεισήπους) το μέρος τής δοκού τής στέγης που προεξέχει από τον τοίχο για να στηρίξει το γείσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γείσον + πους. Ο τ. γεισήπους με ᾱ (ιων. αττ. η ) αντί ο , αν δεν οφείλεται σε αναλογικό σχηματισμό προς το αμαξήπους …
5καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη …
6καλαμητομία — και καλαμητομίη, ἡ (Α) [καλαμητόμος] το κόψιμο τών καλαμιών τού σταριού, θερισμός …