καλαμεύς
1καλαμεύς — καλαμεύς, ὁ (Α) [κάλαμος] ψαράς …
2καλαμῆες — καλαμεύς angler masc nom/voc pl (epic ionic) …
3κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …