καλά

  • 91Ola Kala — Όλα Καλά Studio album by Sakis Rouvas Released June 16, 2002 (see release history) …

    Wikipedia

  • 92Ola Kala (song) — Ola Kala Original Greek cover Single by Sakis from the album Ola Kala B side The Light …

    Wikipedia

  • 93Kala Nera — Καλά Νερά …

    Deutsch Wikipedia

  • 94MEDICUM seu Citreum malum — e Perside vel Media, in Graeciam sero admodum allatum est, nec nisi mediae Comoediae Poetarum aevô. Meminitque primus eius Antiphanes, in Boeotiae, qui fabulas in scena dictavit, post Olympiadem 98. Versus sic habent. A. ἀλλὰ ταυτἰ λάμβανε… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 95PACTOLUS — hodie Sarabat, ex tabulis recentiorib. Lydiae fluv. ex monte Tmolo nascens, et per Sardianum agrum in Hermum influens, qui et Chrysorrhoas, ab eo quod aureas secum trahat arenulas, ex quo Midas in eo se lavisset. Plut in Pactolo: Πακτωλὸς ποταμός …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 96-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …

    Dictionary of Greek

  • 97Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …

    Dictionary of Greek

  • 98έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …

    Dictionary of Greek

  • 99έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …

    Dictionary of Greek

  • 100αγκαλά — (σύνδ.) αν και, μολονότι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύναψη σε μια λέξη τής φράσης «αν καλά» από χρήσεις όπως: «έτσι λες εσύ αν καλά όμως θυμάμαι, δεν έχεις δίκιο»] …

    Dictionary of Greek