καλά

  • 51ευαρμοστώ — (ΑΜ εὐαρμοστῶ, έω) [ευάρμοστος] προσαρμόζομαι καλά, ταιριάζω, είμαι καλά προσαρμοσμένος αρχ. 1. είμαι καλά αρμονισμένος ή συντεθειμένος 2. έχω την έκταση που αρμόζει 3. συμφωνώ σε κάτι με κάποιον, συμβιβάζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 52ευπλεκής — εὐπλεκής, ές και επικ. τ. ἐϋπλεκής, ές (Α) 1. ο πλεγμένος καλά, αυτός που έχει καλό πλέγμα 2. (για άρμα) αυτός που έχει τις πλευρές καλά πλεγμένες 3. (μτφ. για λόγο, ποίημα κ.λπ.) αυτός που έχει συντεθεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλεκής (<… …

    Dictionary of Greek

  • 53εύεδρος — η, ο (Α εὔεδρος, ον) νεοελλ. (ορυκτ.) ο κρύσταλλος που έχει κανονικές έδρες ή καθετί που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες αρχ. 1. (για θεούς) αυτός που έχει λαμπρή έδρα, λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», Αισχύλ.) 2. αυτός που κάθεται καλά …

    Dictionary of Greek

  • 54εύτεκνος — η, ο (ΑΜ εὔτεκνος, ον) αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα του μσν. αρχ. (για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονία αρχ. 1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα 2. (για χρησμούς) αυτός… …

    Dictionary of Greek

  • 55εύτομος — εὔτομος, ον (Α) 1. (για σχέδιο πόλεως) αυτός που είναι καλά και κανονικά διαιρεμένος, καλά ρυμοτομημένος 2. (για πολύτιμους λίθους) αυτός που είναι καλά κομμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τομος (< τόμος «τεμάχιο» < τέμνω), πρβλ. από τομος, επί… …

    Dictionary of Greek

  • 56κάλον — κᾱλον, τὸ (Α) 1. επιγρ. ξύλο, στέλεχος, δενδρύλλιο, βλαστός 2. στον πληθ. τὰ κᾱλα α) ξύλα για κάψιμο β) ξύλινα στελέχη για την κατασκευή αψίδων τροχού άμαξας («ἐπικαμπύλα κᾱλα», Ησίοδ.) γ) τα πλοία («ἔρρει τὰ κᾱλα» καταστράφηκαν τα πλοία, Ξεν).… …

    Dictionary of Greek

  • 57καλομελετώ — άω 1. μελετώ καλά, επαρκώς 2. λέω ή έχω στον νου μου τα καλά, προοιωνίζομαι τα καλά 3. παροιμ. «καλομελέτα κι έρχεται» δηλ. η αισιόδοξη διάθεση επιδρά ευνοϊκά σε κάθε προσπάθεια …

    Dictionary of Greek

  • 58καλοπιάνω — (Μ καλοπιάνω) 1. φέρομαι καλά, κολακεύω κάποιον, τόν πιάνω με το καλό 2. προσπαθώ με ωραία και παρήγορα λόγια να εξευμενίσω κάποιον νεοελλ. 1. πιάνω κάτι καλά, γερά, στερεά 2. (κυρίως στον αόρ. σε αρνητ. πρότ.) φρ. «δεν τό καλόπιασα αυτό που… …

    Dictionary of Greek

  • 59καλοστεκούμενος — και καλοστεκάμενος, η, ο 1. αυτός που έχει καλές, δηλ. στερεές οικονομικές βάσεις, που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, εύπορος («καλοστεκούμενος έμπορος») 2. αυτός που διατηρείται καλά από σωματική άποψη, που έχει ισχυρή κράση, ο υγιής… …

    Dictionary of Greek

  • 60καλοταιριάζω — 1. (μτβ.) ταιριάζω καλά, συναρμόζω, προσαρμόζω 2. (αμτβ.) προσαρμόζομαι καλά, συνδυάζομαι, εναρμονίζομαι, εφαρμόζω 3. διατελώ σε συμφωνία, σε σύμπνοια με κάποιον 4. απρόσ. καλοταιριάζει αρμόζει εντελώς, ταιριάζει καλά, συμφωνεί πλήρως …

    Dictionary of Greek