καλά

  • 101αμφίεργος — ἀμφίεργος, ον (Α) λέγεται για τη γη που κατά την εποχή τής σποράς δεν είναι καλά ποτισμένη και δεν τή βλέπει καλά ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + εργος < ἔργον] …

    Dictionary of Greek

  • 102ανάκουφος — η, ο 1. ελαφρός, ανάλαφρος 2. αυτός που δεν είναι καλά προσαρμοσμένος κάπου, που δεν έχει συνοχή με κάτι 3. αυτός που δεν είναι καλά κλεισμένος, μισάνοιχτος, γειρτός 4. κρυφούτσικος, υπόκωφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * υποκορ. + κούφος] …

    Dictionary of Greek

  • 103ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …

    Dictionary of Greek

  • 104αποσφραγίζω — (AM ἀποσφραγίζω) ανοίγω κάτι σφραγισμένο, ξεσφραγίζω νεοελλ. ανοίγω έγγραφο, επιστολή μσν. σφραγίζω, κλείνω με τη σφραγίδα (=το σημείο του Σταυρού) αρχ. κλείνω καλά με σφραγίδα, σφραγίζω καλά …

    Dictionary of Greek

  • 105αρμενίζω — (AM ἀρμενίζω) ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους) μσν. νεοελλ. 1. αποπλέω, ξεκινώ 2. κάνω ώστε ν αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά νεοελλ. φρ. 1. «αρμενίζει καλά» έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του 2. «που αρμενίζει …

    Dictionary of Greek

  • 106αχλαδιά — Α. ονομάζονται όλες οι ποικιλίες με εδώδιμους καρπούς που προήλθαν από φυσική ή τεχνητή διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών κυρίως της άγριας α. (απιδέαπύρρος ο κοινός), φυλλοβόλου, αυτοφυούς δενδρυλλίου της Ευρώπης, της Μικράς Ασίας και της… …

    Dictionary of Greek

  • 107βαδίζω — (AM βαδίζω) 1. κινούμαι, προχωρώ με προβολή του ενός ποδιού και στήριξη του άλλου στο έδαφος, εναλλάξ, σε κανονικό ρυθμό 2. κατευθύνομαι νεοελλ. 1. συμπεριφέρομαι, ενεργώ («καλά βαδίζει») 2. φρ. «βαδίζω επί τα ίχνη κάποιου» ή «βαδίζω στ αχνάρια… …

    Dictionary of Greek

  • 108βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …

    Dictionary of Greek

  • 109γιαίνω — 1. θεραπεύω, γιατρεύω 2. είμαι υγιής, είμαι καλά 3. γίνομαι καλά, θεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγιαίνω, με αποβολή του αρκτικού άτονου φθόγγου υ (πρβλ. γεια < υγεια, γιαλός < αιγιαλός)] …

    Dictionary of Greek

  • 110γκέμι — το (συνήθως πληθ.) τα γκέμια Ι. ηνία, χαλινάρια II. φρ. 1. «βαστάω καλά τα γκέμια» διευθύνω καλά, επιβάλλομαι απόλυτα 2. βάνει τού ψύλλου τα γκέμια» καταφέρνει τα πάντα, καλλιγώνει τον ψύλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gem] …

    Dictionary of Greek