καλά
11Καλά Δένδρα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 1.356 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. Δ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκώνα …
12Καλά Νερά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 723 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στην ακτή του Παγασητικού κόλπου, 19 χλμ. ΝΑ της πόλης του Βόλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηλεών …
13Ἢ γὰρ ἔρωτι πολλάκις τὰ μὴ καλὰ καλά πέφανται. — ἢ γὰρ ἔρωτι πολλάκις τὰ μὴ καλὰ καλά πέφανται. См. Не по хорошу мил, а по милу хорош …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
14Καλ' — Καλά̱ , Καλή fem nom/voc/acc dual Καλά̱ , Καλή fem nom/voc sg (doric aeolic) Καλαί , Καλή fem nom/voc pl …
15κάλας — κάλᾱς , κάλη fem acc pl κάλᾱς , κάλη fem gen sg (doric aeolic) κά̱λᾱς , κήλη tumour fem acc pl (attic) κά̱λᾱς , κήλη tumour fem gen sg (attic doric aeolic) …
16Καλᾶι — Καλᾷ , Καλή fem dat sg (doric aeolic) …
17καλᾶι — καλᾷ , καλός beautiful fem dat sg (doric aeolic) …
18Καλάν — Καλά̱ν , Καλή fem acc sg (doric aeolic) …
19καλάν — καλά̱ν , καλός beautiful fem acc sg (doric aeolic) …
20Καλάς — Καλά̱ς , Καλή fem acc pl …