κακῶσαι
1κακώσαι — κακώσᾱͅ , κακάζω cackle fut part act fem dat sg (doric) κακώσαῑ , κακόω maltreat aor opt act 3rd sg …
2κακῶσαι — κακάζω cackle fut part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) κακόω maltreat aor inf act …
3υπεισέρχομαι — ὑπεισέρχομαι ΝΜΑ 1. εισέρχομαι κάπου κρυφά, εισδύω επιτήδεια, μπαίνω χωρίς να γίνω αντιληπτός, εισχωρώ απαρατήρητος 2. υποκαθιστώ, αναπληρώνω κάποιον, οικειοποιούμαι τη θέση ή τα δικαιώματά του νεοελλ. μτφ. παρεμβαίνω, παρεμβάλλομαι μσν. αρχ. 1.… …
4φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …
5kā̆ d- — kā̆ d English meaning: to harm, rob, chase Deutsche Übersetzung: ‘schädigen, berauben, verfolgen” Material: O.Ind. kadana n. “Vernichtung”, caküda (doubtful, if not caküra? ) kadanam “habe eine Vernichtung angerichtet”; Gk. Hom …