κακῶς πάσχων π

  • 1παρανοϊκός — και, μη εν χρήσει τ. παρανοιακός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράνοια ή αυτός που προσιδιάζει στην παράνοια 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο παρανοϊκός, η παρανοϊκή άτομο που πάσχει από παράνοια ή άτομο που συμπεριφέρεται σαν να… …

    Dictionary of Greek