κακῶν ἰλιάς

  • 1Ιλιάς — και Ιλιάδα, η (Α Ἰλιάς, άδος) [Ίλιος] ο τίτλος τού μεγάλου έπους τού Ομήρου αρχ. 1. ως κύριο όν. ἡ Ἰλιάς επίθ. τής Αθηνάς 2. φρ. α) «Ἰλιὰς γῆ» η γη τής Τροίας β) «Ἰλιὰς γυνή» η γυναίκα που κατάγεται από την Τροία 3. παροιμ. «κακῶν Ἰλιάς»… …

    Dictionary of Greek