κακύνομαι
1κακύνομαι — κακύ̱νομαι , κακύνω damage aor subj mid 1st sg (epic) κακύ̱νομαι , κακύνω damage pres ind mp 1st sg …
2κακύνω — (AM) μσν. 1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδια β. σφάλλω, αμαρτάνω γ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα 2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω 3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» βλέπω κάποιον με κακή διάθεση αρχ. 1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω 2. (για …
3ՉԱՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0569 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c չ. κακύνομαι, πονηρέομαι depravor, pervertor, nequiter ago χείρων γίνομαι pejor fio. Փոխիլ կամ բերիլ ի չար անդր. վատթարանալ. անզգամիլ.… …