κακωτικός
1κακωτικός — κακωτικός, ή, όν (AM) [κακώ] αυτός που έχει την τάση να βλάπτει, κακός, επιζήμιος, βλαπτικός. επίρρ... κακωτικῶς (Α) βλαπτικά, επιζήμια …
2κακωτικός — hurtful masc nom sg …
3κακωτικά — κακωτικός hurtful neut nom/voc/acc pl κακωτικά̱ , κακωτικός hurtful fem nom/voc/acc dual κακωτικά̱ , κακωτικός hurtful fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4κακωτικῶν — κακωτικός hurtful fem gen pl κακωτικός hurtful masc/neut gen pl …
5κακωτικόν — κακωτικός hurtful masc acc sg κακωτικός hurtful neut nom/voc/acc sg …
6κακωτικαῖς — κακωτικός hurtful fem dat pl …
7κακωτικαί — κακωτικός hurtful fem nom/voc pl …
8κακωτικοῖς — κακωτικός hurtful masc/neut dat pl …
9κακωτικοί — κακωτικός hurtful masc nom/voc pl …
10κακωτικοῦ — κακωτικός hurtful masc/neut gen sg …
Страницы
- 1
- 2