κακο-πράγμων

  • 1κακοπράγμων — ον (AM κακοπράγμων, ον) αυτός που ασχολείται με το κακό, που προκαλεί βλάβη, βλαβερός, επιβλαβής («οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι», Ξεν.). επίρρ... κακοπραγμόνως (AM) επιβλαβώς, κατά τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί κακό, βλάβη.… …

    Dictionary of Greek

  • 2μολυνοπραγμονούμαι — μολυνοπραγμονοῡμαι, έομαι (Α) ανακατεύομαι σε ρυπαρά, βρομερά, αηδή πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολυν τού μολύνω + πραγμονῶ οῦμαι (< πράγμων < πρᾶγμα), πρβλ. κακο πραγμονώ, πολυ πραγμονώ] …

    Dictionary of Greek