κακο-κέλαδος

  • 1καλλικέλαδος — η, ο (AM καλλικέλαδος, ον) καλλίφωνος, αυτός που τραγουδάει, ψάλλει ή ηχεί ωραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κέλαδος (< κέλαδος, ὁ «θόρυβος»), πρβλ. κακο κέλαδος, νεο κέλαδος] …

    Dictionary of Greek