κακοῠ
1κάκου — επίρρ. (μόνο στη φρ.) «τού κάκου» μάταια, ανώφελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τού κακού, γεν. τού επιθ. κακός, με αναβιβασμό τόνου] …
2κακοῦ — κακός bad masc/neut gen sg κακόω maltreat pres imperat mp 2nd sg κακόω maltreat imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …
3κάκου — κακόω maltreat pres imperat act 2nd sg κακόω maltreat imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
4Κακοῦ καταλαύσομα ἀρχήν. — См. Смолоду прореха, под старость дыра …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί. — δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί. См. Беда одна не приходит …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7КАКУРГИ — • Κακου̃ργοι, злодеи, употребляющие в дело хитрость и насилие, в техническом смысле обыкновенные преступники. Сюда относятся воры (κλέπται), воры, совершающие кражу со взломом (τοιχωρύχοι), снимающие насильно платье (λωποδύται),… …
8Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …
9Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …
10διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …