κακοῠ

  • 81ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …

    Dictionary of Greek

  • 82αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …

    Dictionary of Greek

  • 83αντίποινα — τα (Α ἀντίποινα) [ποινή] 1. ανταπόδοση κακού, αντεκδίκηση, τιμωρία 2. καταπιεστικά μέτρα που παίρνει ένα κράτος για παράνομες πράξεις άλλου κράτους με σκοπό να το εξαναγκάσει να συμμορφωθεί με τις επιταγές της έννομης τάξης αρχ. τιμωρία για… …

    Dictionary of Greek

  • 84αντίτομος — ἀντίτομος, ον (Α) [αντιτέμνω] 1. αυτός που κόβεται για να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία κακού 2. φρ. «ἀντίτομα ὀδυνᾱν» φάρμακα για τις λύπες (Πίνδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 85αντεκδίκηση — η 1. η ανταπόδοση κακού με άλλο κακό 2. κάθε μέτρο που παίρνει κράτος ή οργανωμένη ομάδα για να επιτύχει κάποιον εξαναγκασμό χωρίς προσφυγή στα όπλα, αντίποινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + εκδίκηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Αδαμάντιο Κοραή] …

    Dictionary of Greek

  • 86απειρόκακος — ἀπειρόκακος, ον (AM) 1. αυτός που δεν έχει πείρα του κακού, ο αθώος αρχ. αυτός που δεν έχει δοκιμάσει το κακό, που δεν ξέρει τι θα πει δυστυχία …

    Dictionary of Greek

  • 87αποτροπή — η (AM ἀποτροπή) [αποτρέπω]. 1. απομάκρυνση κάποιου κακού, παρεμπόδιση, αποσόβηση 2. συγκράτηση, μετάπειση 3. στρατιωτική στρατηγική σύμφωνα με την οποία μια μεγάλη δύναμη χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την απειλή μιας άμεσης και συντριπτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 88αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …

    Dictionary of Greek

  • 89αρχέκακος — ἀρχέκακος, ον (AM) αυτός που έκανε την αρχή στο κακό, ο πρωταίτιος του κακού …

    Dictionary of Greek

  • 90αόρατος — η, ο (AM ἀόρατος, ον) ο μη ορατός, αυτός που δεν γίνεται αισθητός με την όραση αρχ. 1. απρόβλεπτος, ασαφής («τὸ μέλλον ἀόρατον», Ισοκράτης) 2. όποιος δεν έχει δει κάποιο πράγμα («ἄπειροι καὶ ἀόρατοι παντὸς κακοῡ», Πολύβιος) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …

    Dictionary of Greek