κακοῠ

  • 71έκδυση — Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους… …

    Dictionary of Greek

  • 72έρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά τον Ησίοδο, ήταν κόρη της Νύκτας και μητέρα του Πόνου, της Λήθης, του Λιμού, του Όρκου και γενικά κάθε κακού και συμφοράς. Κατά τον Όμηρο, ήταν αδελφή και συνοδός του Άρη. Όταν πατούσε στη Γη, είχε τη δύναμη vα αυξάνεται… …

    Dictionary of Greek

  • 73ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …

    Dictionary of Greek

  • 74αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο …

    Dictionary of Greek

  • 75αθλοφόρος — ο (Α ἀθλοφόρος, ον και ασυναίρετο ἀεθλοφόρος, ον) 1. αυτός που κερδίζει βραβείο, ο νικητής (η λ. είναι γνωστή στα νεοελλ. από τα τροπάρια αγίων, διότι θεωρούνται νικητές τού κακού και τών εχθρών τού χριστιανισμού) 2. αυτός που δίνει βραβεία… …

    Dictionary of Greek

  • 76αιγωλιός — Επιστημονική ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγομόρφων. Ζουν σε δεντρόφυτες περιοχές της Ασίας και της Ευρώπης. Στην Ελλάδα απαντώνται στις δασώδεις εκτάσεις της Στερεάς και της Μακεδονίας και φωλιάζουν… …

    Dictionary of Greek

  • 77ακεσίας — (3ος αι. π.Χ.). Γιατρός που τον θεωρούσαν βλάκα και αδέξιο. Η φράση του Αριστοφάνη του Βυζάντιου «Ακεσίας ιάσατο» έγινε παροιμιώδης, για αρρώστους που είχαν την ατυχία να πέσουν σε χέρια κακού γιατρού. * * * ἀκεσίας, ο (Μ) [ἄκεσις] ο γιατρός …

    Dictionary of Greek

  • 78αλάστορος — ἀλάστορος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται υπό την επίδραση τού κακού δαίμονα, που απαιτεί εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού επίθ. ἀλἀστωρ*. ΠΑΡ. αρχ. ἀλαστορία] …

    Dictionary of Greek

  • 79αλαφρός — ιά, ιό ο ελαφρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἐλαφρός. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. τού ουδετέρου (τα ελαφρά τα ‘λαφρά) με μετακίνηση τών ορίων του μορφήματος (τής λέξης) λόγω κακού χωρισμού: τ’ αλαφρά, από όπου αναλογικά και ο τ. αλαφρός. Από… …

    Dictionary of Greek

  • 80αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …

    Dictionary of Greek