κακοῠ
121κακία — η (AM κακία) [κακός] 1. η ιδιότητα τού κακού ανθρώπου, η έλλειψη αρετής, η κακοήθεια 2. πονηρία, μοχθηρία, κακεντρέχεια 3. σκληρότητα νεοελλ. μσν. 1. οργή, θυμός 2. έχθρα, μίσος μσν. 1. ατιμία, ανηθικότητα 2. αλαζονεία, φιλοδοξία 3. μνησικακία… …
122κακοδαιμονώ — (I) κακοδαιμονῶ, άω (Α) [κακοδαίμων] κατέχομαι από κακό δαίμονα, δαιμονίζομαι. (II) (Α κακοδαιμονῶ, έω) [κακοδαίμων] έχω κακή τύχη, δυστυχώ αρχ. αστρολ. βρίσκομαι στην περιοχή τού κακού δαίμονα …
123κακοδαιμόνημα — κακοδαιμόνημα, τὸ (Α) [κακοδαιμονώ (II)] 1. η κακοδαιμονία 2. το να βρίσκεται κάποιος υπό την επήρεια κακού δαίμονα …
124κακοδιδάσκαλος — κακοδιδάσκαλος, ὁ (Α) ο διδάσκαλος τού κακού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + διδάσκαλος] …
125κακοκέρδεια — κακέρδεια, ἡ (Α) [κακοκερδής] τάση ή αγάπη τού κακού κέρδους, αισχροκέρδεια …
126κακόζηλος — η, ο (Α κακόζηλος, ον) 1. αυτός που μιμείται κάτι κακώς, χωρίς επιτυχία 2. αυτός που γίνεται με κακή και άτεχνη απομίμηση 3. (ρητ.) αυτός που κάνει χρήση κακού, επιτηδευμένου ύφους («κακόζηλος ῥήτωρ», Διογ. Λαέρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …
127κακόπραχτος — η, ο 1. επιβλαβής, αυτός που η πράξη του γίνεται για κακό ή αποβαίνει σε κακό («τόν ακολούθησεν ο πλούτος, θείος στα χέρια τού καλού, και κακόπραχτος, αν ούτως και είν στα χέρια τού κακού», Σολωμ.) 2. αυτός που έχει πραχθεί κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
128καλλιλογώ — (AM καλλιλογῶ, έω) εκφράζω κάτι με γλαφυρότητα, εκφράζομαι με κομψότητα λόγου νεοελλ. κολακεύω αρχ. μέσ. καλλιλογοῡμαι, έομαι χρησιμοποιώ εύσχημες φράσεις για κάλυψη κάποιου κακού πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + λογῶ (< λόγος < λόγος) …