κακοῠ

  • 101εκφυλισμός — Η διαφθορά· η ελάττωση της έντασης, η κάμψη. (Βιολ.) Μορφολογικά, ε. είναι η διαδικασία της εξαφάνισης των κυττάρων ή των οργάνων, όπως για παράδειγμα η εξαφάνιση της ουράς του γυρίνου, όταν μεταμορφώνεται σε βάτραχο. Μικροβιολογικά, ε. είναι η… …

    Dictionary of Greek

  • 102εμπλοκή — η (AM ἐμπλοκή) προσαρμογή ή συνένωση με πλοκή, με πλέξιμο νεοελλ. 1. το να εμπλακεί, να αναμιχθεί κάποιος σε κάτι 2. η πρώτη φάση τής μάχης αμέσως μετά την επαφή με τον εχθρό 3. προσωρινή παύση λειτουργίας ή μηχανής λόγω ατέλειας ή κακού… …

    Dictionary of Greek

  • 103εντεύθεν — (AM ἐντεῡθεν, Α και ιων. τ. ένθευτεν) επίρρ. 1. (για τόπο) από δω ή από κει («καταπλώσας γάρ... ἐπὶ Φᾱσιν ποταμόν, ἐντεῡθεν», Ηρόδ.) 2. χρον. από ένα καθορισμένο χρονικό σημείο και μετά, από τότε («κἀντεῡθεν ἄλλος ἄλλον ἐξ ἑνὸς κακοῡ ἔθραυε… …

    Dictionary of Greek

  • 104εξάντης — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 79 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται 31 χλμ. ΒΑ του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. * * * ἐξάντης, ες (Α) 1. αυτός που βρίσκεται έξω από κάθε κύκλο, κυρίως έξω… …

    Dictionary of Greek

  • 105εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …

    Dictionary of Greek

  • 106εξύφανση — η η κρυφή, δόλια προετοιμασία κάποιου κακού («εξύφανση συνωμοσίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ., εξύφανσις μαρτυρείται από το 1868 στον Δημ. Πανταζή] …

    Dictionary of Greek

  • 107επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 108επεισφέρω — ἐπεισφέρω (Α) 1. φέρνω επί πλέον ή μετά από άλλο («ἐπεισφέρειν κακοῡ κάκιον ἄλλο πῆμα», Αισχύλ.) 2. παρουσιάζω (ιδίως επιχειρήματα) («ἐπεισφέρειν λόγον», Αριστοφ.) 3. θάβω και άλλο νεκρό στον ίδιο τάφο 4. παρουσιάζω για υπεράσπισή μου… …

    Dictionary of Greek

  • 109επιρρήγνυμι — ἐπιρρήγνυμι (Α) [ρήγνυμι] 1. σχίζω, ξεσχίζω («πέπλον δ’ ἐπέρρηξ’ ἐπί συμφορᾷ κακοῡ», Αισχύλ.) 2. διαρρηγνύω, σπάζω, παραβιάζω …

    Dictionary of Greek

  • 110εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …

    Dictionary of Greek