κακοΐλιος
1Κακοίλιος — Κακοΐλιος , Κακοίλιος unhappy Ilios fem nom sg …
2Κακοΐλιος — Κακοΐλιος, ἡ (Α) το δυστυχισμένο, το άτυχο, το κακοπαθημένο Ίλιον («ᾤχετ ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν», Ομ. Οδ.) …
3άιρος — ἄιρος, ο (Α) (στον Όμηρο και μόνο στη φρ.) Ἶρος ἄιρος ο δυστυχισμένος, ο άμοιρος Ίρος. Με τη λ. ἄιρος γίνεται λογοπαίγνιο στο κύρ. όνομα «Ἶρος» (πρβλ. και δῶρα ἄδωρα, Δύσπαρις, Κακοΐλιος) …
4Κακοίλιον — Κακοΐλιον , Κακοίλιος unhappy Ilios fem acc sg …