κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν

  • 1Κακοΐλιος — Κακοΐλιος, ἡ (Α) το δυστυχισμένο, το άτυχο, το κακοπαθημένο Ίλιον («ᾤχετ ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν», Ομ. Οδ.) …

    Dictionary of Greek